Μαύρο Ρόδο: Ραγίζει καρδιές η Φιλαρέτη απέναντι στον Βίκο!
Μαύρο Ρόδο: Η Φιλαρέτη προσπαθεί να μιλήσει στον σκληρό Βίκο και βγάζει από μέσα της όσα κουβαλούσε όλα αυτά τα χρόνια… Διαβάστε πρώτοι στο epeisodia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις από τα επόμενα επεισόδια της σειράς του Mega Μαύρο Ρόδο.
Μαύρο Ρόδο: «Τώρα πια, μπορώ να πεθάνω ήσυχη»
Ο Βίκος ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του και η Φιλαρέτη που ακούει βήματα τινάζεται πάνω. Εκείνος της προσπερνάει χωρίς να την δει και συναντά τον Φρέντι.
«Σε μυριστήκανε βλάκα», του λέει ο Βίκος κι εκείνος του απαντά: «Το θέμα είναι ότι είμαι εδώ τώρα. Πληρώνομαι για τη δουλειά μου και φεύγω». Ο Βίκος βάζει το χέρι του στη ζώνη, αλλά ο Φρέντι τραβάει όπλο και το κολλάει πάνω του.
«Η δουλειά έγινε. Ο Καστρινός θα ταλαιπωρηθεί λίγες μέρες νομίζοντας ότι είναι ζωντανός αλλά τελικά θα μας αποχαιρετίσει. Τα λεφτά», του λέει κι εκείνος του τα δίνει. «Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Θα περάσω από Βίμποργκ να σε δω», τον συμβουλεύει ο Φρέντι και φεύγει.
Ο Βίκος μένει για λίγο κατασκότεινος. Μετά επιστρέφει προς το σπίτι αλλά αυτή τη φορά περνάει σχεδόν ξυστά από την κρυψώνα της Φιλαρέτης. Εκείνη ταράζεται, κάνει ένα διστακτικό βήμα και βγαίνει από την κρυψώνα της. Εκείνος όμως, περνάει χωρίς να την δει και αρχίζει να απομακρύνεται. Όμως σταματά σαν η διαίσθηση του να του μιλάει, γυρίζει απότομα και την βλέπει.
Την πλησιάζει, την αρπάζει από το μπράτσο. «Απ’ ότι κατάλαβα, εσύ δεν παίρνεις από λόγια. Τι θέλεις κυρά μου, πώς αλλιώς να στο πω για να το καταλάβεις; Δεν γουστάρω παρτίδες μαζί σου!», της ξεκαθαρίζει εξοργισμένος και η Φιλαρέτη παίρνει βαθιά ανάσα και του μιλάει.
«Μόνο λίγα λεπτά από το χρόνο σου θέλω, τίποτε άλλο! Η μόνη μου επιθυμία όλα αυτά τα χρόνια… ήταν να σε βρω. Αφιερώθηκα στο θεό, προσευχόμενη και ελπίζοντας ότι θα με βοηθήσει να μάθω, πού βρίσκεσαι, αν είσαι ζωντανός. Παρακαλούσα χρόνια γι’ αυτή τη στιγμή, νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που με αξίωσεμο θεός και σε βλέπω να στέκεσαι τώρα μπροστά μου. Τώρα πια, μπορώ να πεθάνω ήσυχη. Με έκαιγε η αγωνία όλα αυτά τα χρόνια, μην έχεις πάθει κάτι κακό, μέρα νύχτα παρακαλούσα να σε δω έστω μια φορά και ας πεθάνω την ίδια στιγμή», του λέει μέσα από την καρδιά της και ο Βίκος αν και συγκινείται προσπαθεί να μην το δείξει…
«Τράβα στο μοναστήρι σου και μην το βασανίζεις μαζί μου άλλο. Δεν πρόκειται να βγάλει πουθενά. Καλύτερα δεν ήταν και για τους δυο μας, να μην είχαμε μάθει τίποτα;», την ρωτά και για πρώτη φορά τα βλέμματα και των δύο κρύβουν θλίψη…
«Περίμενε… Στ’ ορκίζομαι, δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Θα συνεχίσω να περιμένω όμως, όπως περίμενα, όλα αυτά τα χρόνια με πίστη, ότι κάποια μέρα όταν εσύ νιώσεις την ανάγκη, θα αποφασίσεις να έρθεις να με βρεις. Τον δρόμο τον ξέρεις, εκεί θα είμαι και θα σε περιμένω, για όσο χρειαστεί», του λέει η Φιλαρέτη, αλλά εκείνος συνεχίζει να έχει την ίδια στάση.
«Τσάμπα θα περιμένεις. Σταμάτα να ασχολείσαι μαζί μου! Με είδες, σε είδα, τέλος! Άντε, τι με κοιτάς; Δρόμο τώρα!», της φωνάζει κι εκείνη αναγκάζεται να πάρει την βαλίτσα της και να φύγει, ενώ παράλληλα οι άντρες τις αστυνομίας πλησιάζουν στο σημείο που βρίσκεται ο Βίκος, αλλά δεν βλέπουν ούτε εκείνον ούτε την Φιλαρέτη…