Μαύρο Ρόδο: Κρεμασμένος με το σχοινί της καμπάνας
Μαύρο Ρόδο: Το χαμόγελό της Ελισάβετ σβήνει όταν ανοίγει την πόρτα και τον βλέπει κρεμασμένο με το σχοινί της καμπάνας… Διαβάστε πρώτοι στο epeisodia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις από τα επόμενα επεισόδια της σειράς του Mega Μαύρο Ρόδο.
Μαύρο Ρόδο: «Η ανάγκη μου να σε δω καταργεί τη λογική μου»
Η Φιλαρέτη πηγαίνει στο κελί που έκρυψε τον Βίκο και του δίνει κεριά για να έχει φως. «Η ανάγκη μου να σε βρω, να σε δω, καταργεί τη λογική μου. Όσα θα έπρεπε να σκεφτώ και να πράξω σε μια περίπτωση σαν τη δική σου», του λέει κι εκείνος της απαντά: «Μάλλον την ηθική σου εννοείς. Και το ότι θα έπρεπε να καλέσεις τους μπάτσους και να με δώσεις. Το φοβήθηκα, δεν στο κρύβω. Αλλά θα το είχες κάνει νωρίτερα, που τους συνάντησες. Επομένως;…Μανάδες». Η Φιλαρέτη βουρκώνει και τον ρωτά αν σκέφτηκε να φύγει χωρίς την Αλεξία. «Σου είπα να μην ανακατεύεσαι. Η Αλεξία δε θα κινδυνεύσει με εμένα. Ούτε εκεί που πάμε, κινδυνεύει. Ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα, τα έκανα για να φτιάξω μια ζωή αλλιώς, αλλού», της εξηγεί.
Φεύγοντας η Φιλαρέτη από το κελί, πέφτει πάνω στην Ελισάβετ η οποία της λέει το φύλο του παιδιού που περιμένει. «Κορίτσι μου. Να είναι τυχερή και όμορφη η ζωή της. Κι εσύ πρέπει να σκεφτείς πώς θα τη βοηθήσεις να αξιωθεί μια τέτοια ζωή. Να φύγεις από εδώ, να φύγετε, Ελισάβετ μου. Να ζήσετε μαζί. Έξω. Να μοιραστείτε. Να χαρείτε», την συμβουλεύει η Φιλαρέτη και της βάζει στα χέρια της το γράμμα που της είχε στείλει ο Πέτρος και δεν διάβασε ποτέ…
Η Ελισάβετ πηγαίνει στο κελί και το γράμμα στα χέρια της την «καίει». Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο της και είναι ο Πέτρος. «Ελισάβετ, έξω από το μοναστήρι είμαι. Δε θέλω να μπω και να σε αναστατώσω. Απλά μου είπε ο Λευτέρης για το νοσοκομείο και ήθελα να μάθω αν είσαι καλά κι εσύ και το μωρό», της λέει και η απάντηση της κάνει το πρόσωπο του Πέτρος να αστράψει. «Περίμενέ με εκεί. Έρχομαι»…
Όταν τον συναντά του λέει τους φόβους της για τον πόλεμο που θα ξεκινήσει εναντίον της η Κασσιανή, κι εκείνος της εξηγεί πως δε υπάρχει λόγος να μείνει στο μοναστήρι, καθώς το εχθρικό κλίμα επηρεάζει την ίδια, αλλά και το μωρό. «Οι αδελφές μου με στηρίζουν. Κι η Φιλαρέτη. Κι ο Σεβασμιότατος, ακόμα, με στηρίζει», του λέει η Ελισάβετ και ο Πέτρος της απαντά.
«Θα αρχίσω να ζηλεύω, με την τόση στήριξη. Εγώ, εδώ που τα λέμε, δεν έχω κανέναν.Δεν ήρθα για να κλαφτώ. Αλλά κοίτα που κλαίγομαι, ε;». Η Ελισάβετ τον κοιτά στα μάτια και μένει για λίγο σιωπηλή… «Κορίτσι είναι», του ανακοινώνει και τα μάτια του Πέτρου γεμίζουν δάκρυα. Κάνει μία αμήχανη κίνηση να αγγίξει την κοιλιά της, όμως διστάζει και το χέρι του μένει μετέωρο.
Η Ελισάβετ το πιάνει και το ακουμπά απαλά στην κοιλιά της. Σηκώνει το βλέμμα της και συναντά το δικό του. Την σκηνή όμως την παρακολουθεί κρυφά ο Γεράσιμος, ο οποίος μάλιστα φορά το κοστούμι που είχε αγοράσει για την κουρά της και τρελαίνεται.
Ο Πέτρος και η Ελισάβετ συνεχίζουν να κοιτιούνται με συγκίνηση. Εκείνος πάει να την αγκαλιάσει, αλλά τελευταία στιγμή το μετανιώνει και γονατίζει μπροστά της. «Συγγνώμη, δεν… δεν ξέρω τι να κάνω. Τι είναι σωστό να κάνω. Συγχώρεσέ με, Ελισάβετ. Συγχώρεσέ με σε παρακαλώ. Ο Θεός συγχωρεί, εσύ γιατί είσαι τόσο σκληρή μαζί μου; Μας περιμένει η ευτυχία, γιατί να τη στερηθούμε; Γιατί δεν μπορείς; Γιατί;», την ρωτάει με λυγμούς.
«Σε παρακαλώ, Ελισάβετ. Μεγάλωσες μόνη. Δίχως τη μητέρα σου. Θέλω να είμαι κοντά στη κόρη μου. Θέλω να είμαι μαζί σας», την ικετεύει, ενώ ο Γεράσιμος που συνεχίζει να παρακολουθεί είναι έτοιμος να καταρρεύσει.
Η Ελισάβετ κοιτάζει τον καταρρακωμένο Πέτρο, πεσμένο στα γόνατα και του λέει πως πρέπει να πάει μέσα, γιατί φοβάται μήπως τους δει η Κασσιανή. «Πες μου πώς γίνεται να είμαι μαζί ο πιο ευτυχισμένος και ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου;», την ρωτάει σκουπίζοντας τα δάκρυα του κι εκείνη του ξανά πιάνει το χέρι τον κοιτά και στη συνέχεια φεύγει.
Ο Πέτρος μπαίνει στο αυτοκίνητο του και αμέσως τηλεφωνεί στον Παναγιώτη. «Παναγιώτη; Είναι κορίτσι! Το μωρό μας Παναγιώτη. Κορίτσι! Κορίτσι ρε! Τι πώς νιώθω; Ευτυχισμένος νιώθω, γαμώτο!», ουρλιάζει από τη χαρά του και ο Γεράσιμος που τον ακούει χάνει κάθε ελπίδα.
Πετάει τη βαλίτσα του και ορμάει προς το μοναστήρι και αρχίζει να χτυπάει με μανία τις καμπάνες, που ακούγονται μέχρι κάτω στο χωριό και στη συνέχεια πηγαίνει στο κελί της Ελισάβετ…
Εκείνη διαβάζοντας το γράμμα του που της είχε στείλει ο Πέτρος κατευθύνεται προς το κελί της. Το πρόσωπο της φωτίζεται, όμως το χαμόγελό της σβήνει όταν ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον Γεράσιμο κρεμασμένο με το σχοινί της καμπάνας…