Μαύρο Ρόδο: Η Φιλαρέτη σώζει τον Βίκο από την αστυνομία!
Μαύρο Ρόδο: Η Φιλαρέτη καθώς φεύγει από το σπίτι του Βίκου, βλέπει με την άκρη του ματιού της τους αστυνομικούς να πλησιάζουν… Διαβάστε πρώτοι στο epeisodia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις από τα επόμενα επεισόδια της σειράς του Mega Μαύρο Ρόδο.
Μαύρο Ρόδο: Η Κύρα επειστρέφει
Η Φιλαρέτη καθώς φεύγει από το σπίτι του Βίκου, βλέπει με την άκρη του ματιού της τους αστυνομικούς να πλησιάζουν προς εκείνον. Αμέσως καταλαβαίνει τι πάει να γίνει και τους σταματά. «Συγνώμη, νομίζω ότι χάθηκα! Μπορείτε να με βοηθήσετε;», τους ρωτά δυνατά για να ακούσει ο Βίκος και να φύγει.
Εμφανίζεται μπροστά της ο Γιαννίκος και της κάνει νόημα να απομακρυνθεί γρήγορα, αλλά η Φιλαρέτη κάνει πως δεν καταλαβαίνει. «Ξέρετε να μου πείτε πού βρίσκομαι; Δεν είμαι από δω!», συνεχίζει να λέει τους αστυνομικούς, την ώρα που ο Βίκος αρχίζει να νιώθει τον κίνδυνο.
Ο Γιαννίκος την πιάνει από το μπράτσο για να την απομακρύνει κι εκείνη αρχίζει να φωνάζει. «Τι πάτε να μου κάνετε; Αφήστε με! Αφήστε με!»..
«Σταμάτα να φωνάζεις. Είμαι αστυνομικός. Η περιοχή είναι περικυκλωμένη!», της εξηγεί, αλλά εκείνη συνεχίζει, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει. Οι αστυνομικοί ερευνούν τον χώρο, αλλά ο Βίκος έχει ήδη φύγει από εκεί.
«Συνάντησες κάποιον εδώ;», ρωτά ο Γιαννίκος την Φιλαρέτη, όμως εκείνη του νεύει αρνητικά. «Τι γυρεύεις σ’ αυτό το μέρος; Πού πήγαινες και χάθηκες;» συνεχίζει να την ρωτά κι εκείνη αποφεύγει να του απαντήσει…
Στο μεταξύ, η Κύρα επιστρέφει στο σπίτι της και η Αλεξία που την αντικρίζει μπροστά της τα χάνει. Αμέσως ειδοποιεί τον πατέρα της, κι εκείνος σπεύδει στο σπίτι.
«Δεν μίλησε πολύ. Είναι επιθετική… αγριεμένη! Ούτε να με αγκαλιάσει ήθελε, ούτε να εξηγήσει κάτι… και δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον που με έβλεπε μετά από τόσες μέρες… Μια άλλη Κύρα, όχι αυτή που ξέρεις… Το μόνο που μου ζήτησε ήταν να σε ειδοποιήσω για να έρθεις…», του εξηγεί κι εκείνος παραξενεύεται.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Κύρα, αγνοεί την Αλεξία και κοιτά τον Θέμη. «Πού ήσουνα;», την ρωτά, αλλά η Κύρα στέκεται αμίλητη. «Ναι, γιαγιά… μας είχε φάει η αγωνία τόσες μέρες. Πού ήσουν;», συνεχίζει η Αλεξία, κι εκείνη την κοιτάζει με θανατηφόρο βλέμμα.
«Εσύ ειδικά θα έπρεπε να ξέρεις!», της απαντά και συνεχίζει στον Θέμη: «Κλειδωμένη… σε μια βρωμοαποθήκη… με ποντίκια και κατσαρίδες. Εκεί κατέληξα όταν με απήγαγαν από δω μέσα αυτά τα καθάρματα… Με κλείδωσαν σ’ αυτό το φριχτό μέρος και μετά εξαφανίστηκαν! Μόνο μια γυναίκα ερχόταν κάθε βράδυ και μου άφηνε νερό και φαγητό», του εξηγεί.
«Ο Βίκος;» την ρωτάει φορτωμένος ο Θέμης.
«Ποιος άλλος; Έδωσε εντολή στον Παράσχο να με σκοτώσει… αλλά απ’ ο, τι φάνηκε στο πιστό σκυλί σου είχε απομείνει ένα ίχνος ανθρωπιάς… Ούτε εγώ το περίμενα απ’ αυτόν, αλλά να που έτσι έγινε… με πήγε στην αποθήκη και φρόντισε να μου στέλνει με αυτή τη γυναίκα φαγητό… Αυτή μου είπε χθες ότι τον σκοτώσανε… και φεύγοντας άφησε την πόρτα ανοιχτή! Το σκυλί που ζούσε με τα ξεροκόμματα σου μου έσωσε τη ζωή… όταν η ίδια μου η οικογένεια με περιφρονούσε, χαρούμενοι που απαλλαχτήκατε από την ενοχλητική γιαγιά και πεθερά! Δυστυχώς, όμως, για σας… έζησα. Και γύρισα!», απαντάει και το βλέμμα της καρφώνεται πάνω τους σαν μαχαιριά…
«Φύγετε από το σπίτι μου! Δε σας θέλω εδώ! Όταν σας χρειάστηκα μου γυρίσατε την πλάτη… τώρα δεν θέλω ούτε να σας βλέπω», φωνάζει έξαλλη και μόλις φεύγουν ανοίγει το λάπτοπ της…
Στο μεταξύ, η Φιλαρέτη επιστρέφει στο μοναστήρι και βλέπει την Γαλήνη με την Θεοδότη να αδειάζουν το κελί της Αυξεντίας. Καθώς μαζεύουν τα πράγμα της η Γαλήνη βρίσκει το γράμμα που είχε στείλει ο Πέτρος στην Ελισάβετ και το δίνει στην Φιλαρέτη, ενώ η Θεοδότη της λέει ότι η Ελισάβετ βρίσκεται στο νοσοκομείο.
«Σε λίγο θα πάρει εξιτήριο, μου έστειλε μήνυμα η Ξανθίππη… είναι μαζί της», την ενημερώνει η Γαλήνη…Την ίδια ώρα, ο γιατρός δίνει το εξιτήριο στην Ελισάβετ λέγοντας της: «Φάνηκε και το φύλο του μωρού!». Η Ελισάβετ κοντοστέκεται και ταράζεται. «Να την προσέχεις από τώρα γιατί είναι πολύ μικρή… και εύθραυστη όπως εσύ», συνεχίζει ο γιατρός κι εκείνη προσπαθεί να να κρύψει την συγκίνηση της…Στο μεταξύ, ο Λευτέρης αφήνεται ελεύθερος και σπεύδει στο νοσοκομείο να βρει την Ελισάβετ. «Δεν πιστεύω να ψάχνετε για ταξί!», φωνάζει και η Ελισάβετ τρέχει και τον αγκαλιάζει.
«Άντε, πάμε στο αυτοκίνητο. Την Ξανθίππη θα την πάμε στο μοναστήρι… εσύ; Πού θέλεις να πας;», ρωτάει την κόρη του κι εκείνη μαγκώνεται. Ο Λευτέρης παίρνει το βαλιτσάκι της Ελισάβετ και καθώς προχωρά προς το αυτοκίνητο ακούει πίσω του: «Κοριτσάκι είναι!». Πέφτουν τα πράγματα από τα χέρια του και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα χαράς.