Η Γη της Ελιάς-Χάιδω: «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει μια γυναίκα μοναχή…»
Ο Παρασκευάς φτάνει στο μοναστήρι και μόλις αντικρίζει την Χάιδω πέφτει στην αγκαλιά της. Κάθονται κάπου και πριν αρχίζουν να μιλάνε εκείνος σηκώνεται και φιλάει το χέρι της Γερόντισσας λέγοντας της:
«Την ευλογία σας» και η Χάιδω παραξενεύεται με την κίνηση του. «Μικρό με είχε πάει κάνα δυο φορές η μάνα μου.. μου είχε κάνει εντύπωση και το θυμάμαι.. είναι από τις έντονες εικόνες που έχω με κείνη..πάντα νιώθω σεβασμό και δέος στις μονές..», της ομολογεί και η Χάιδω τον ρωτά αν του λείπει ακόμα η μάνα του.
«Όχι.. τώρα μου λείπεις εσύ.. γιατί πήρες την θέση της.. όπως λείπεις σε όλους μας.. ξέρεις ότι η εγγονή σου, με το που μπαίνει στην κουζίνα σε ψάχνει παντού με το βλέμμα;», της λέει κι εκείνη του ζητά να μην την πιέζει με αυτό τον τρόπο.
«Δεν έχω τέτοια πρόθεση.. αλλά έχω την ανάγκη να σου πω πως νιώθω..και να εκφράσω το παράπονό μου..Μας φέρθηκε σκάρτα η ζωή..έχασες το παιδί σου κι εγώ τον κολλητό μου..που ήταν σαν αδελφός.. Όταν τον γνώρισα ήμουνα φτερό στον άνεμο… όπου να ναι.. Ο Φίλιππος με μάζεψε, μου έδωσε την οικογένεια που δεν είχα ποτέ, μοιράστηκε μαζί μου την μάνα που έχασα μικρός..και τώρα αισθάνομαι σαν να ορφάνεψα για δεύτερη φορά..πονάω με τον πόνο σου, υποφέρω και για της Βασιλικής και για του κυρίου Λυκούργου..καταλαβαίνω την ανάγκη σου να βρεις την γαλήνη, να φερθείς λίγο εγωιστικά..»
«Εγωιστικά, γιατί ακολούθησες την δική σου ανάγκη και μόνο..όμως σε μας πρόσθεσες παραπάνω απελπισία….όλοι είμαστε «ακυβέρνητοι» χωρίς την παρουσία σου. Αλλά θα μιλήσω μόνο για την πάρτη μου..νιώθω άχρηστος που δεν μπορώ να κάνω κάτι για σένα..σ’ αγαπάω τόσο πολύ..με πήρες υπό την προστασία σου και όλες οι πληγές που είχα από τον τρόπο που μεγάλωσα, σιγά- σιγά μαλάκωσαν κι άρχισαν να κλείνουν. Πάτησα ξανά στα πόδια μου, χάρη σε σένα..και τώρα αισθάνομαι σαν να μου τραβάνε πάλι το χαλάκι….ήθελα να το ξέρεις.. δεν περιμένω να μετρήσει στην όποια απόφασή σου, αλλά ήθελα να το ξέρεις..», συνεχίζει ο Παρασκευάς κι εκείνη με δάκρυα στα μάτια τον ικετεύει να την αφήσουν για λίγο μόνη της.
Όταν η Χάιδω μένει μόνη της την πλησιάσει η Γερόντισσα και παρατηρεί ότι αυτή η επίσκεψη δε την τάραξε. «Έχω αδυναμία σ’ αυτό το παιδί. Ήταν στενός φίλος με τον γιό μου…Είναι ένα κακοποιημένο παιδί, γνώρισε τον γιο μου στο στρατό. Ζει στο σπίτι μας, δεν έχει οικογένεια.», της εξηγεί και η Γερόντισσα της απαντά:
«Ξέρεις τι βλέπω εγώ σ’ αυτή την σχέση; Την Θεία Πρόνοια. Ο Κύριος, ο οποίος τα πάντα γνωρίζει, τον έστειλε για να σε βοηθήσει στις δύσκολες μέρες που επρόκειτο να έρθουν στην ζωή σου. Ας είναι μεγάλη η χάρη Του!»…
Λίγο αργότερα, η Χάιδω πηγαίνει στο γραφείο της Γερόντισσας για να της μιλήσει. «Θέλω να σας ρωτήσω αν υπάρχουν και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει μια γυναίκα μοναχή…», της λέει βουρκωμένη κι εκείνη την κοιτά σκεπτική….