Το Ναυάγιο: Ο Πέτρος κρατάει σφιχτά την Λαμπρινή στην αγκαλιά του!
Ο Πέτρος συγκινημένος κρατάει σφιχτά την Λαμπρινή που έχει κρεμαστεί πάνω του κι εκείνη γελά και κλαίει μαζί από τη χαρά της.
«Άλλαξες… Ομόρφυνες… Σου έλεγα εγώ να ξυριστείς… Σε προσέχουν εκεί που μένεις; Ευχαριστώ Θε μου… δοξασμένο το όνομά σου… Πετρή μου… αν δεν τα καταφέρω», πάει να πει και ο Πέτρος την σταματά:
«Αυτό μην το ξαναπείς… Τι είπαμε; Δε θα μου φύγεις τώρα που σε ξαναβρήκα… Αν πάθεις κάτι, δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου. Όπως με έσωσες εσύ όταν μ’ έστειλες κρυφά να πάρω το καράβι, έτσι θα σε σώσω κι εγώ τώρα… Θα ζήσεις μάνα και δε θα ξαναχαθούμε ποτέ!», της λέει και πάει να φύγει, εκείνη δεν θέλει να τον ξανά αποχωριστεί.
«Θα ξανάρθω… Εσύ κοίτα να γίνεις καλά και μη νοιάζεσαι για τίποτα… Μην πεις σε κανέναν ότι με είδες, ούτε στον πατέρα… και θα ‘ρθω να σε βρω εγώ… Θα γίνεις καλά, μου το υποσχέθηκες!», της λέει βουρκωμένος και βγαίνοντας έξω βλέπει τον παπά, όμως ο Σταμάτης καταφέρνει να του αποσπάσει την προσοχή.
Ο παπάς μπαίνει στο δωμάτιο, χωρίς να δει τον Πέτρο, και βρίσκει την Λαμπρινή να κλαίει. «Είμαι καλά… Πολύ καλά… Δόξα τω Θεώ… Δόξα σοι…», του λέει κι εκείνος δεν μπορεί να καταλάβει τι της συνέβη, ενώ ο Σταμάτης πίσω του χαμογελάει αχνά.