Το Ναυάγιο: Ημερολόγιο Κλαίρης «Αν με πιάσει; Κάθε μέρα φοβάμαι όλο και περισσότερο…»
Ο Πέτρος τρομαγμένος κοιτά το πόμολο της πόρτας να γυρίζει και ασυναίσθητα σφίγγει όλο και περισσότερο την εικόνα πάνω του, ενώ από το πουκάμισο του κόβεται ένα κουμπί.
Ο Ιπποκράτης είναι έτοιμος να μπει στο γραφείο, όμως ευτυχώς ο Άγγελο τον σταματά και τον ενημερώνει πως ο Αντιναύαρχος θέλει να τον δει στο γραφείο του. Έτσι λοιπόν, ο Πέτρος αφού βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς στον διάδρομο βιαστικά και με προφύλαξη καταφέρνει να φύγει, χωρίς να καταλάβει ότι αφήνει πίσω του ίχνη, δηλαδή το κουμπί από τα ρούχα του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Ιπποκράτης πηγαίνει στο γραφείο του και ασυναίσθητα ρίχνει μια ματιά στο μέρος όπου είχε αφήσει την εικόνα. Μόλις καταλαβαίνει ότι λείπει παγώνει και φωνάζει τον Άκη και τον Άγγελο. «Χάθηκε η εικόνα!Η εικόνα του Αγίου Νικολάου, το δώρο μου για τον υπουργό! Εδώ την άφησα χτες, ποιος την πήρε;», τους ρωτάει, όμως κανείς από τους δύο δεν έχει απάντηση.
«Κάποιος μπήκε στο γραφείο μου και έκλεψε ένα πολύτιμο κειμήλιο κάτω από τη μύτη σας! Εσύ δεν είδες κανέναν εδώ από την ώρα που ήρθες;», συνεχίζει κοιτώντας τον Άκη, όμως εκείνος δεν κράτησε όλα τα ονόματα που πέρασαν και τον ζήτησαν.
«Δε με νοιάζει τι θα κάνετε, να τα βρείτε! Ρωτήστε στην είσοδο, ρωτήστε στον όροφο, θέλω όνομα και περιγραφή όλων όσων μπήκαν στην υπηρεσία από το πρωί!» δίνει εντολή και ο Άγγελος με τον Άκη φεύγουν ταραγμένοι.
Ο Ιπποκράτης μένει μόνος στο γραφείο και κοιτάζει εξεταστικά τον χώρο, ώσπου βλέπει στο πάτωμα το κουμπί του Πέτρου. Το παίρνε στα χέρια του, το κλείνει στην χούφτα του έξαλλος και αμέσως τηλεφωνεί σε κάποιον και ζητά να του κάνει μια εξυπηρέτηση.
Διαβάστε πρώτοι στο epeisodia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις στη σειρά του Mega Το Ναυάγιο.
Την ίδια ώρα, η Ειρήνη στο σπιτάκι του κήπου έχει στα χέρια της το ημερολόγιο της Κλαίρης. «Δεν έχω άλλη δύναμη να φωνάξω. Πάνε σχεδόν πέντε ώρες που με κλείδωσε στο σπιτάκι του κήπου. Στο σπίτι δεν είναι κανείς εκτός απ’ αυτόν και ξέρω ότι μ’ ακούει, αλλά δεν θα έρθει να μου ανοίξει όσο κι αν φωνάζω… Κανένας δεν μπορεί να με σώσει…» διαβάζει και κοιτά γύρω της σαν να νιώθει την παρουσία της.
«Στ’ αυτιά μου αντηχεί η φωνή της Ευγενίας… Το έλεγε από την αρχή ότι ο Ιπποκράτης έχει το βλέμμα του τρελού, γιατί δεν την άκουσα; Νόμιζα ότι τα έλεγε επειδή δεν τον ήξερε όπως εγώ… αλλά τελικά εγώ ήμουν αυτή που δεν τον ήξερα καθόλου… Πόσο τυφλή στάθηκα…Την ευτυχία μου είχε υποσχεθεί. Αλλά η ζωή μαζί του έγινε μια κόλαση… Δεν έχω φίλους, δεν τολμάω να μιλήσω… δεν έχω καν δικαίωμα να βγω έξω… Ώρες ώρες νιώθω ότι δεν έχω δική μου βούληση, σα να υπάρχω μόνο για να τον υπακούω…»
«Έτσι έχει άραγε στο μυαλό του την ευτυχία μιας γυναίκας; Δε μου έχει μείνει τίποτα πια εκτός από το παιδί μου… Τρέμω μήπως ο Ορφέας ακούει τις φωνές, μήπως καταλαβαίνει πόσο φοβάμαι… Θέλω να τον αρπάξω και να το σκάσουμε μαζί, να σωθούμε… Αλλά αν με πιάσει; Κάθε μέρα φοβάμαι όλο και περισσότερο…», συνεχίζει να διαβάζει η Ειρήνη με φρίκη, ενώ μέσα από το ημερολόγιο πέφτουν δύο εισιτήρια τρένου, όμως πριν προλάβει να τα κοιτάξει προσεκτικά ακούει την φωνή της Δήμητρας.
Τα βάζει μέσα στο ημερολόγιο βιαστικά και προλαβαίνει να το κρύψει κάτω από το στρώμα. «Κοιτούσα μήπως έχει αφήσει τίποτα ο μπαμπάς μου στο σπιτάκι… Δεν ξέρω τι με έπιασε, θα τα μαζέψω…», δικαιολογείται στην Δήμητρα, η οποία την παρηγορεί για την απώλεια του πατέρα της.