Το Ναυάγιο: «Είμαι σίγουρη ότι εσείς σκοτώσατε την κυρία Κλαίρη. Τα ξέρω όλα»
Η Ελένη έχοντας βρει το τηλέφωνο του Καλλέργη του ζητά να περάσει από την καφετέρια, χωρίς να πει τίποτα στον Μιχάλη. «Με πήρε μια κυρία στο τηλέφωνο και είπε ότι θέλεις να με δεις», του εξηγεί κι εκείνος ξαφνιάζεται. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Ελένη και χαμογελαστή πλησιάζει και δίνει το χέρι της: «Ελένη Αργυράκη. Η σύζυγος του Μιχάλη. Κι εσείς πρέπει να είστε ο κύριος Καλλέργης. Θέλω να σας μιλήσω για την υπόθεσή μας», του λέει κι εκείνος της απαντά:
«Κυρία μου, είπα ήδη στον άντρα σας ότι δεν θα τον αναλάβω..». Η Ελένη ωστόσο επιμένει και το μόνο που του ζητά είναι να την ακούσει έστω και για δύο λεπτά.
«Ξέρω ότι θέλετε να το κάνετε. Γι’ αυτό ήρθατε να βρείτε τον άντρα μου χτες. Σας τρώει να τον αναλάβετε», του λέει αλλά ο Δημοσθένης της τονίζει πως για το καλό του Μιχάλη πρέπει να τον αναλάβει κάποιος άλλος δικηγόρος. «Ποιος; Ο Παντελίδης; Γιατί αυτή είναι η μόνη του εναλλακτική. Τον πιέζει να τον αναλάβει εκείνος για να βγάλει λάδι τον Βασιλείου. Ως και το παιδί μας πήγε να απαγάγει για να μας φοβερίσει», του εξηγεί κι εκείνος σαστίζει.
«Και θα φτάσει ακόμα παραπέρα, αφού δεν τολμάει κανένας να τον αντιμετωπίσει…Σας ικετεύω… Βοηθήστε μας», τον παρακαλάει, αλλά εκείνος συνεχίζει να αρνείται και να λέει ότι δεν μπορεί. «Εγώ πιστεύω σε εσάς. Ρώτησα κι έμαθα, μέχρι και χωρίς χρήματα δουλεύατε για να γλιτώσετε τους φτωχούς από άδικες καταδίκες. Πολλές φορές γίνατε και ο ίδιος στόχος.
Σας έχουν διασύρει, έχετε καταλήξει στα κρατητήρια… μέχρι και απόπειρα κατά της ζωής σας έχει γίνει. Δε σταματούσατε πουθενά…αλλά τους αφήσατε να σας πείσουν για το αντίθετο. Αποδείξτε τους ότι μπορείτε…», του τονίζει η Ελένη κι εκείνος της απαντά: «Πίστεψέ με, μόνο κακό θα κάνω στον άντρα σου αν τον αναλάβω».
Διαβάστε πρώτοι στο epeisodia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις στη σειρά του Mega Το Ναυάγιο.
Η Ελένη σηκώνεται να φύγει, όμως εκείνη τη στιγμή καταφτάνει ο Παντελίδης στο μαγαζί και για ακόμα μια φορά είναι απότομη μαζί του του ρίχνει ένα φαρμακερό βλέμμα και φεύγει, ενώ ο Μιχάλης βλέποντας τον τον πλησιάζει και του ζητά να ξεκουμπιστεί.
«Έλα μην είσαι ανόητος. Να σου θυμίσω ότι κι εσύ είσαι κατηγορούμενος μαζί με τον πελάτη μου! Στο ίδιο εδώλιο θα κάτσετε. Δίπλα – δίπλα θα βγαίνετε στις φωτογραφίες. Μπορούμε τουλάχιστον να συνεννοηθούμε για τους μάρτυρες υπεράσπισης; Αυτοί που θα καταθέσουν υπέρ του Βασιλείου καταθέτουν και υπέρ σου. Και αντίστροφα βέβαια. Πρέπει να συντονιστούμε», του λέει ειρωνικά ο αδίστακτος δικηγόρος, όμως ο Μιχάλης δεν δέχεται να κάνει κουβέντα μαζί του.
«Άσε το δράμα για το δικαστήριο. Αλήθεια, δικηγόρο έχεις βρει, Αργυράκη; … Δεν έχεις βρει ε;… Καλά μη βιάζεσαι, θα σου διορίσει κάποιο σαΐνι το Δικαστήριο», συνεχίζει ο Παντελίδης και ξαφνικά ακούει την φωνή του Δημοσθένης και τον πλησιάζει με ειρωνικό ύφος: «Κοίτα να δεις… Ο φίλτατος Δημοσθένης Καλλέργης… Μετά από τόσα χρόνια ξανασυναντιόμαστε…», λέει και ο Μιχάλης τρέχει πίσω για να του ζητήσει να μην τον ενοχλεί.
«Χάθηκες όμως απ’ τα δικαστήρια. Ασχολείσαι με διαζύγια μου είχαν πει; Λογικό, έχεις προϋπηρεσία. Το δικό σου διαζύγιο αλήθεια, μόνος σου το έβγαλες;», συνεχίζει ο Παντελίδης και ο Δημοσθένης σηκώνεται και παραπατώντας από το μεθύσι τον πιάνει από το πέτο.
Εκείνος όμως τον κοιτά υποτιμητικά και συνεχίζει: «Κερασμένο από μένα το επόμενο ουίσκι… Διπλό το πίνεις; Καλύτερα φέρ’ του του ένα τριπλό, να γλιτώσεις και τα πηγαινέλα… Άλλωστε κοντεύει μεσημέρι», του λέει και πετάει χρήματα πάνω στο τραπέζι.
«Δεν πιστεύω να είναι αυτός ο δικηγόρος σου… Αν έχεις μπλέξει μ’ αυτό το ρετάλι, σε βλέπω μέσα για τα καλά… Ούτε να σταθεί όρθιος δε μπορεί!» λέει κοιτώντας τον Μιχάλη και τότε ο Δημοσθένης του απαντά: «Και ξάπλα στο πάτωμα να είμαι, θα ‘σαι πάντα πιο χαμηλά». Ο Παντελίδης φεύγει γελώντας και τότε ο Δημοσθένης φωνάζει τον Μιχάλη και του λέει: «Κάτσε κάτω. Πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά οι δυο μας, Μιχάλη».
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η Δήμητρα, στον κήπο, με τα εισιτήρια της Κλαίρης στα χέρια ξεκινά και πάλι να διαβάζει το ημερολόγιο.
«Μερικές φορές σκέφτομαι ότι πρέπει να τα πω όλα σε κάποιον… Αλλά δεν έχω κανέναν. Ακόμα και η Δήμητρα δε νομίζω πως θα με πίστευε…. Τον έχει για Θεό όπως κι οι όλοι οι άλλοι… Ή μπορεί και να τον φοβάται όπως εγώ… Αλλά εγώ δεν αντέχω να ζω άλλο μέσα στο φόβο. Φτάνει. Τώρα πια βλέπω το πραγματικό σου πρόσωπο, Ιπποκράτη… Δε μπορείς να με κοροϊδέψεις όπως έκανες στην αρχή… Σε έχω καταλάβει και θα παλέψω. Για τον Ορφέα αλλά και για μένα. Δε θα ζήσω μια ζωή με απειλές και εκβιασμούς. Δε θα σε φοβηθώ, Ιπποκράτη. Δε σε φοβάμαι πια».
Παίρνει βαθιά ανάσα σαν να της δίνουν κουράγιο τα όσα διαβάζει, όμως εκείνη τη στιγμή ακούει βήματα και βλέπει τον Ιπποκράτη. Κλείνει το ημερολόγιο και σηκώνεται με ύφος σκληρό. Πηγαίνει μέσα στο σπίτι και ο Ιπποκράτης γίνεται έξαλλος όταν καταλαβαίνει ότι η Ειρήνη λείπει.
«Την άφησες να φύγει; Μια δουλειά σου είπα να κάνεις! Μία! Με ποιον είναι τώρα, μου λες;», της φωνάζει κι εκείνη του απαντά: «Δεν ξέρω, αλλά μιας και λείπει είναι ευκαιρία να πούμε κάποια πράγματα».
Ο Ιπποκράτης τα χάνει από τον τόνο της φωνής του και μαλακώνει. «Ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα εμείς οι δύο. Τα κατάλαβα όλα. Δε μπορείτε να μου κρυφτείτε πια. Άργησα να καταλάβω τι κάνατε, αλλά τώρα πια είμαι σίγουρη», το λέει κι εκείνος σαστίζει.
Η Δήμητρα κρατά τα χέρια της για μην τρέμουν, παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει: «Είμαι σίγουρη ότι εσείς σκοτώσατε την κυρία Κλαίρη. Εσείς τη σκοτώσατε. Τα ξέρω όλα»…