Η Γη της Ελιάς: «Η γυναίκα έχει αυτοκτονικές τάσεις! Κι αν πηδήξει από κανέναν γκρεμό;»
Στάθης και Αριάδνη πηγαίνουν στο βουνό για να βρουν τον Λυκούργο, ο οποίος εκτονώνει τον πόνο του στην σκοποβολή. Εκεί, λοιπόν αφού ο Λυκούργος μιλήσει στην Αριάδνη για τον Ιάκωβο εκείνη του λέει ότι ο Στάθης και η Ιουλία σκοπεύουν να δώσουν στο παιδί που περιμένουν το όνομα Ιάκωβου.
«Μ’ έχει συγκινήσει πολύ αυτή η σκέψη. Στάθη, δεν ξέρω αν έχει άλλος προτεραιότητα, αλλά θα ήθελα να βαφτίσω εγώ αυτό το μωρό. Συζήτα το και με την Ιουλία. Θέλω να αναστήσω, κατά κάποιον τρόπο, τον φίλο μου…», του λέει και ο Στάθης του απαντά ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να γίνει νονός του παιδιού του.
Η Ασπασία μαθαίνοντας ότι ο Δημοσθένης πρόκειται να παντρευτεί συντετριμμένη μιλά στο Ορέστη: «Ελένη τη λένε..Δικηγόρος είναι..Η Ειρήνη μου είπε ότι είναι νόστιμη κι ότι θέλει να την παντρευτεί. Είμαι να πέσω να πεθάνω…», παραδέχεται και κλαίγοντας συνεχίζει: «. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Δημοσθένη να ξαναπαντρεύεται. Δεν μπορώ!». Ωστόσο αρνείται να δώσει άλλη μία ευκαιρία στον Δημοσθένη.
Η Βασιλική αν και ράκος ψυχολογικά φεύγει για τους πορτοκαλεώνες, ενώ ο Λυκούργος γνωρίζοντας πόσο πεισματάρα είναι η Χάιδω δεν πιστεύει πως θα καταφέρει να την πείσει να γυρίσει στο σπίτι της.
«Αν εκεί που βρίσκεται αισθάνεται πιο γαλήνια, πιο ήρεμη, θα κάνω το κορόιδο, Στάθη», λέει κι εκείνος τον συμβουλεύει να μην την πιέσει.
«Είμαι πολύ αγχωμένος… φοβάμαι ότι μόλις με δει, θα μου επιτεθεί! Δεν γίνεται όμως, πρέπει να της μιλήσω από κοντά! Να δω ότι είναι εντάξει», συνεχίζει ο Λυκούργος προβληματισμένος…
Διαβάστε πρώτοι στο epeisodia.gr όλα όσα θα δούμε και όλες τις εξελίξεις στη Γη τη ελιάς.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Λυκούργος φτάνει στο μοναστήρι όμως δεν του επιτρέπουν να μπει μέσα κι έτσι περιμένει με αγωνία έξω την Χάιδω, η οποία εμφανίζεται μουτρωμένη.
«Tι θες εδώ, Λυκούργε;Καλά είμαι. Γιατί δε μ’ αφήνετε επιτέλους στην ησυχία μου; Πάω μέσα..», του λέει κι εκείνος της ζητά να μείνει μόνο για δύο λεπτά.
«Καταλαβαίνω την ανάγκη σου να έρθεις εδώ. Όμως ανησυχώ για σένα… και σ’ αγαπάω, όλοι σε αγαπάμε. Γύρνα σπίτι σου…Ποιος θα σε φροντίσει καλύτερα από την ίδια σου την οικογένεια;», την ρωτά αλλά όσο κι αν της μιλά εκείνη δεν αλλάζει γνώμη.
«Γιατί επιμένεις; Ψάχνω ηρεμία! Εδώ δε με ρωτάνε πώς είμαι, αν έφαγα, γιατί δεν σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι! Δεν μου υπενθυμίζει κανείς ότι έχω χάσει δυο παιδιά! Προσεύχομαι, μαγειρεύω, καθαρίζω και περνάω χρόνο μόνη μου! Αυτό χρειάζομαι! Γιατί δε με καταλαβαίνετε; Φύγε σε παρακαλώ. Φύγε και μην πεις σε κανέναν πού είμαι! Δεν θέλω επισκέψεις!», του ξεκαθαρίζει κι εκείνος αποκαρδιωμένος φεύγοντας της λέει: «Εντάξει, Χάιδω. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Μόνο αυτό θέλω…»
Επιστρέφοντας στη Αρεόπολη απογοητευμένος, ο Στάθης, η Ισμήνη και ο Κωνσταντίνος του ζητάνε να κάνει υπομονή και να της δώσει χρόνο, όμως εκείνος κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.
«Τι λες, βρε Στάθη; Η γυναίκα έχει αυτοκτονικές τάσεις! Κι αν πηδήξει από κανέναν γκρεμό;;», σκέφτεται τρελαμένος και όλοι προσπαθούν να τον πείσουν πως δεν θα συμβεί τίποτα κακό στην Χάιδω. «Είναι ο άνθρωπος μου, όταν πονάει, πονάω και εγώ. Είναι μακριά, με τρώει η αγωνία. Τι να πω… θα σφίξω τα δόντια και θα κάνω υπομονή. Μου είναι όμως πολύ δύσκολο….», λέει απαρηγόρητος και η κόρη του τον χαϊδεύει τρυφερά.